Κάπου στο 1883, ο γαμπρός του Καρλ Μαρξ, Πωλ Λαφάργκ, αποφασίζει από το κελί της φυλακής του ότι όλες τούτες οι θεωρίες του πεθερού του και των άλλων που τις πίστευαν περί «ΕΡΓΑΣΙΑΣ & ΧΑΡΑΣ», «ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ!», «ΖΗΤΩ Η ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ!» κλπ, ότι δεν έστεκαν κι απόλυτα, επειδή στην πράξη είχαν… πολλή δουλειά. Και στο τέλος της ημέρας, ποιος χρειάζεται τόση πολλή δουλειά στη ζωή του; Το σκέφτηκε ακόμη λίγο και αποφάνθηκε ότι το ιδανικό της εργασίας όχι μόνο ΔΕΝ προσφέρει χαρά στον άνθρωπο αλλά τον περιορίζει στην ανάπτυξη της έκφρασης του εαυτού του. Μάλιστα, πήρε το πράγμα κι ένα βήμα παρακάτω λέγοντας ότι, το ιδανικό της εργασίας είναι αντιπαραγωγικό για την ίδια την εργασία και ότι η τεμπελιά όχι μόνο είναι επιθυμητή, αλλά και ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ούτως ώστε ο άνθρωπος να μπορεί, από τη μια, να σκέφτεται παραγωγικά και από την άλλη, να μπορεί να είναι ευτυχισμένος.
Και έτσι (υπό των κροταλισμάτων των κοκάλων του πεθερού του), έγραψε την επιτομή των ιδεών του στο σύγγραμμα με τίτλο «Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά». 115 χρόνια μετά, ο σκηνοθέτης Mike Judge (γνωστός από το «Beavis and Butthead») αναπαρήγαγε αυτή την ιδέα υπό τη σκοπιά του επιχειρηματικού κόσμου της βιομηχανίας της Πληροφορικής, γράφοντας το σενάριο και σκηνοθετώντας τη ΘΡΥΛΙΚΗ ταινία Office Space.
Και επειδή το Office Space είναι μια από τις αγαπημένες μου ταινίες, σας προ(σ)καλώ στους παραμιλημένους συνειρμούς μου. Ίσως (ή μάλλον, είμαι αρκετά σίγουρος ότι) θα βρείτε τον εαυτό σας να συσχετίζεται με τις καταστάσεις που περιγράφονται, αν όχι τώρα, σίγουρα στο μέλλον, αργά ή γρήγορα :).
Η ιστορία
Ο (όχι πολλά χρόνια πριν) απόφοιτος πανεπιστημίου ήρωας μας Peter Gibbons βρίσκει τον εαυτό του να δουλεύει σε μια μεγάλη εταιρία κατασκευής λογισμικού. Αποκλεισμένος μέσα στο cubicle του (το γραφειάκι που βρίσκεται στη μέση κάποιου λαβύρινθου από διαχωριστικά), βρίσκεται μεταξύ των πέντε προϊσταμένων που του πρήζουν τα συκώτια για τις μη-παραγωγικές γραφειοκρατίες, των αποκτηνωμένων συναδέλφων του, εν μέσω ηλίθιων συμπεριφορών και μοχθηρών μισοχαλασμένων εκτυπωτών που κανένας δεν νοιάζεται να τους φτιάξει ή να τους πετάξει.
On top of that, η δουλειά που πρέπει να κάνει είναι κατά πολύ χαμηλότερη από αυτό που προσδοκούσε (συγκεκριμένα πρέπει να διορθώνει ημερομηνίες μέσα σε τεράστια databases). Με λίγα λόγια, ο φίλος μας (να μου επιτρέψετε αυτή την οικειότητα) είναι ένας συνηθισμένος υπάλληλος όπως πολλοί εξ’ ημών: Μισά τη δουλειά του.
Προσέξτε τώρα αυτό: Επειδή η δουλειά του είναι σκατά, μισά τη δουλειά του. Επειδή μισά τη δουλειά του, η αυτοπεποίθησή του πιάνει πάτο. Επειδή η αυτοπεποίθησή του πιάνει πάτο τα βλέπει όλα με απαισιοδοξία. Επειδή τα βλέπει όλα με απαισιοδοξία δεν έχει τα κότσια να ανοίξει το στόμα του και να κάτι γι’ αυτό. Επειδή δεν έχει τα κότσια να ανοίξει το στόμα του, κωλώνει να ζητήσει ραντεβού στην κοπέλα που γουστάρει (Joanna, που την ενσαρκώνει η Jennifer Aniston), δεν τολμά να ζητήσει ούτε αύξηση, ούτε προαγωγή, ούτε καν να πει τη γνώμη του για να βελτιωθούν οι υφιστάμενες αντιπαραγωγικές διαδικασίες που του κάνουν τη ζωή μαύρη. Και γι’ αυτό το λόγο, κλείνει και ξαναρχίζει ο φαύλος κύκλος στο ίδιο σημείο: Επειδή η δουλειά του είναι σκατά, μισά τη δουλειά του και μισά τη ζωή του.
Φίλοι μου, μπορείτε να αρνηθείτε ειλικρινά ότι το παραπάνω σενάριο σας είναι άγνωστο; Δεν ξέρω πόσοι από σας που διαβάζετε τώρα αυτές τις γραμμές εργάζονται κάπου ως υπάλληλοι, αλλά όσοι από σας δεν έχετε κάνει μια βόλτα εκτός του γυάλινου πύργου του πανεπιστημίου ή του κολλεγίου σας, απλά ρωτήστε άλλους. Ίσως αυτούς που θα ρωτήσετε να βλέπουν τα πράγματα πιο συγκαταβατικά, ή να μην μπορούν να αντιληφθούν αντικειμενικά ότι βρίσκονται και αυτοί σε αυτό το φαύλο κύκλο. Αλλά μιλώντας από προσωπική εμπειρία: δυστυχώς αυτό το σενάριο το έχω δει, το βλέπω ακόμη και για κάποιο σύντομο χρονικό διάστημα το έχω βιώσει ως ένα βαθμό.
Και επιστρέφοντας στην ιστορία μας, η εταιρεία που εργάζεται ο φίλος μας προσλαμβάνει εξωτερικούς συμβούλους οι οποίοι αφού μελετήσουν και πάρουν συνεντεύξεις από τους υφιστάμενους υπαλλήλους, θα αποφασίσουν ποιοι από αυτούς «είναι πλεονάζων» (δηλαδή, πόσοι από αυτούς μπορούν να αντικατασταθούν με πιο χαμηλόμισθο προσωπικό, ή να γίνει η δουλειά τους outsource, ή αν μπορούν να βρουν ένα φουκαρά που να του φορτώσουν τη δουλειά των δύο υφιστάμενων) και άρα πρέπει να απολυθούν.
Στη μιζέρια του δεν είναι μόνος: μαζί του είναι και δύο άλλα παλικάρια συνάδερφοι (ο Michael και ο Samir που συμπάσχουν μεν, αλλά δεν τους παίρνει τόσο πολύ από κάτω δε), η αδιάφορη φιλενάδα του και ο γείτονάς του ο Lawrence. Ο Lawrence, συγκεκριμένα, είναι ένας άνετος και χαλαρός τύπος που δουλεύει σε κατεδαφίσεις. Είναι απλός και ίσιος και, κυρίως, παρά το ότι υστερεί σε διανοουμενίστικη αντίληψη, ανώτερη μόρφωση και επαγγελματικό, στάτους, κατά πολλάκις πιο απλοϊκά ευτυχισμένος από τον Peter. Και όταν ο απεγνωσμένα χαμένος με τη ζωή του Peter τον ρωτά «τι θα έκανες αν είχες αύριο πάρα πολλά λεφτά», ο σκοπός της ζωής του Lawrence συνοψίζεται ως «θα πηδούσα δύο γκόμενες ταυτόχρονα».
«Το κουμπί»
Και φτάνουμε σε αυτό που μου αρέσει να το αποκαλώ «το κουμπί». Δεν θέλω να φανώ ούτε ελιτιστής (τρομάρα μου) ούτε ως καλύτερος, αλλά από ότι βλέπω και από άλλους συναδέλφους Πληροφορικάριους (και γενικά engineers), πιστεύω ότι έχουμε καλύτερη διορατικότητα και την τάση να μπορούμε να δούμε κυνικά τα πράγματα γύρω μας που απλά ΕΙΝΑΙ ΛΑΘΟΣ. Καλή ώρα: άχρηστες διαδικασίες, μαλάκες διευθυντές, κομπλεξικούς ανθρώπους, τις αδικίες στο σύστημα, την κοροϊδία και την ειρωνεία μέσα από τις καταστάσεις, την παραποθκιάν γενικότερα.
Δυστυχώς πολλές φορές αυτά τα πράγματα όχι μόνο τα βλέπουμε, αλλά μας παίρνουν κι από κάτω. Συνηθισμένο αντίκτυπο είναι η αποκτήνωση: π.χ. βλέπετε κάτι τύπους με γυαλιά, με ατημέλητα μαλλιά και μούσια, δωσ’ του φαί, μπύρες και τσιγάρα. Η κυνικότητα ή με το συνεχές παράπονο στο στόμα είναι άλλες γνωστές αντιδράσεις.
Μόλις πατηθεί αυτό το κουμπί ακολουθεί τότε μια αλυσιδωτή αντίδραση στον ταλαιπωρημένο από τις μαλακίες Πληροφορικάριο, όπου καλύτερα να μην μπλέξετε μαζί του επειδή η δύνη που θα περιστρέφεται γύρω του πιθανόν να σας οδηγήσει σε αναπάντεχα τρελές καταστάσεις στις οποίες δεν θα θέλατε να μπείτε.
Κάτι τέτοιο λοιπόν συμβαίνει στο φίλο μας τον Peter όταν καθώς ο υπνωτιστής-ψυχοθεραπευτής που του λέει «μόλις μετρήσω ως το τρία θα βγεις από τη βαθιά ήρεμη κατάσταση και πίσω στην πραγματικότητα», πεθαίνει από καρδιακή προσβολή στο «ένα… δύο… αργκκλλλ!». Αποτέλεσμα; Πατήθηκε το κουμπί του Peter που ούτε καν νοιάζεται για τον υπέρβαρο υπνωτιστή που χαροπαλεύει στο πάτωμα… Μετά από αυτό, ακολουθεί το καλύτερο κομμάτι του έργου, πολύ κρίμα να σας το χαλάσω :). Την επόμενη φορά που θα βρεθείτε τα μεσάνυχτα μπροστά από τη μηχανή του DVD club και γυρεύετε στα γρήγορα μια καλή ταινία για να δείτε, σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα! Την επόμενη μέρα θα πάτε με διαφορετικό αέρα στη δουλειά και γενικά θα δείτε τα πράγματα, τους ανθρώπους, τις καταστάσεις… διαφορετικά :).
Cult status
Μια ταινία που θεωρείται «cult» σημαίνει ότι διατηρεί ένα σχετικά μικρό (ή συγκεκριμένο) φανατικό κοινό ανεξαρτήτως των εισπρακτικών και κριτικών της επιδόσεων. Το Office Space, ως ο εκφραστής των απανταχού ταλαίπωρων Πληροφορικάριων που αγαπούν την ταινία (μεταξύ αυτών και ο υποφαινόμενος :) ), έχει αναμφισβήτητα αποκτήσει cult status.
Είναι δύσκολο κανείς να μην ταυτιστεί με τους μικρο-διευθυντές των οποίων η άγνοιά τους για την Πληροφορική αλλά συνάμα και η υπεροψία τους σε κάνει να θέλεις να τους βρίσεις και να τους δώσεις το ξύλο της ζωής τους. Σε πόσους από σας δεν σας έτυχε να θέλετε να πετάξετε το δυσλειτουργικό υπολογιστή έξω από το παράθυρο, ή να πιάσετε τον εκτυπωτή που σας μασά τις κόλλες και να τον κάμετε 100 κομμάθκια με τη μάτσα; Πόσοι από ‘σας δεν αναρωτηθήκατε «τώρα ο υπολογιστής εξυπηρετεί εμένα; ή με έχει αυτός εμένα σκλάβο του και χαμπάρι δεν παίρνω;». Και ένα τελευταίο, πόσοι από ‘σας δε νιώσατε ότι φθάσετε πολύ κοντά στο κουμπί, που αν πατηθεί «φακκάτε τα ούλλα χαμέ, σικκιμέ τζιαι άσσιχτιρ, που να παν στ’ ανάθεμαν ούλλοι τζιαι ούλλα, εγώ ΕΦΥΑ: ΠΑΩ ΝΑ ΖΗΣΩ»;
Αντιλαμβάνεστε.
Τίτλοι τέλους
Ανακαλώ: το «κουμπί» είναι μια ακραία κατάσταση, που όσο ρεαλιστική κι αν μας φαίνεται σε κάποιες άσχημες καταστάσεις, εν τούτοις δεν είναι η λύση που έρχεται άνευ συνεπειών. Και ακριβώς γι’ αυτό τις περισσότερες φορές, όσο πολύ κοντά κι αν βρεθήκαμε να το πατήσουμε, εν τούτοις κάτι μας κρατά πίσω και δεν το κάνουμε. ‘Ίσως για καλό. Για τον Peter Gibbons, πάντως, παρόλες των συνέπειες, στο τέλος τα πράγματα πήγαν μια χαρά γι αυτόν. Δεν θα σας πω το τέλος της ταινίας παρά μόνο ότι τα βρήκε μια χαρά με τη Joanna (Jennifer Aniston)!.
Δεν ξέρω ποιες σκέψεις και πώς να τις μεταδώσω. Χιλιοειπωμένα πράγματα βασικά… Στο τέλος της ημέρας δεν θέλεις και πολλά μεγαλεία για να νιώθεις καλά. Δεν χρειάζεται να κάνεις ανά πάσα στιγμή κάτι το «ουσιαστικό και σπουδαίο» για να νιώθεις ικανοποιημένος με τον εαυτό σου – κατ’ ακρίβεια, μερικές φορές αρκεί να μην κάνεις τίποτα :).
Στο κάτω-κάτω, ποιος είναι ο στόχος; Να δουλεύεις σκληρά μια ζωή; Και τι έγινε αν δεν καταφέρεις να μπεις στην τοπ καλοπληρωμένη εταιρεία που για να επιβιώσεις εκεί πρέπει να ξεζουμίζεσαι 12 ώρες την ημέρα; Τι να τις κάνεις τις είκοσι χιλιάδες λίρες που θα σου δίνει τον χρόνο, όταν θα δουλεύεις σαν σκλάβος και δεν θα χεις ούτε το χρόνο και ούτε τη δύναμη για να ευχαριστηθείς ένα πεντάωρο φραπέ και άσκοπη χαζοκουβέντα με τον κολλητό σου; Δεν ξέρω, φαίνεται δεν είμαι καλός στο να γράφω συμπεράσματα σε αυτό το τεύχος… Περιορίζομαι στο (όχι δικό μου): Είναι τόσο απλό να είσαι ευτυχισμένος, αλλά τόσο δύσκολο να είσαι απλός! *
Ορέστης Τριγγίδης
orestis@tringides.com – blog: http://tringides.blogspot.com
* Gururaj Ananda Yogi, www.fisu.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου